ανοψία

ανοψία
(I)
ἀνοψία, η (Α) [όψον]
έλλειψη ψαριών για προσφάγι.
————————
(II)
η (Α ιων. ἀνοψίη)
η ανικανότητα όρασης, τυφλότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀνοψία — ἀνοψίᾱ , ἀνοψία want of fish fem nom/voc/acc dual ἀνοψίᾱ , ἀνοψία want of fish fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοψίαν — ἀνοψίᾱν , ἀνοψία want of fish fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοψίην — ἀνοψία want of fish fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημιανοψία — Η απώλεια του μισού οπτικού πεδίου στον ένα (ετερόπλευρη) ή και στους δύο (αμφοτερόπλευρη) οφθαλμούς. Διακρίνεται σε ετερώνυμη, οπότεχάνονται είτε τα εξωτερικά (κροταφικά) είτε τα εσωτερικά (ρινικά) μισά του πεδίου της όρασης, και σε ομώνυμη,… …   Dictionary of Greek

  • νέκρωση — Ο θάνατος ενός τμήματος του οργανισμού που μπορεί να αφορά ένα μόνο κύτταρο ή έναν ιστό ή ένα ολόκληρο όργανο. Διακρίνονται: η απλή ν., με εξαφάνιση του πυρήνα και σχετική διατήρηση των άλλων συστατικών του κύτταρου, η ν. με πήξη, εξαιτίας πήξης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”